- επέξειμι
- ἐπέξειμι (Α) [έξειμι]1. κάνω επιδρομή εναντίον τού εχθρού («ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾱν», Θουκ.)2. ξεφεύγω3. παίρνω εκδίκηση4. κάνω μήνυση («ὅπως ἐπέξει τῷ μιαρῷ καὶ μὴ διαλύσει», Δημοσθ.)5. εκδικούμαι, τιμωρώ («μὴ ἐπεξίῃ τῷ παθήματι», Πλάτ.)6. επιτίθεμαι με ορμή7. διαπερνώ8. διηγούμαι με λεπτομέρειες9. εκτελώ («ἐπεξιέναι τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.